οσμιρίδιο

οσμιρίδιο
το
χημ. άλλη ονομασία τού ορυκτού ιριδόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmiridium < osm- (< οσμή) + -iridium (< ίριδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιριδόσμιο — Ορυκτό, κράμα οσμίου (17 48%) και ιριδίου (49%) με προσμείξεις ροδίου, λευκόχρυσου και ρουδινίου. Έχει χρώμα λευκό και σκληρότητα 7 στην κλίμακα MOS. Ανήκει στην ομάδα του λευκόχρυσου, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα σχηματίζοντας ρομβόεδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”